Με την υπ’ αριθμόν 675/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η εντολέας μας, δικαιώθηκε αναφορικά με τους καταχρηστικούς Γ.Ο.Σ. της τραπεζικής σύμβασης της και πέτυχε την ακύρωση της διαταγής πληρωμής που είχε πετύχει να εκδώσει εις βάρος της η Τράπεζα.

Το κείμενο της απόφασης:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός απόφασης

675/2019

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη …………..την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και από τον Γραμματέα ………………

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 26-11-2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ανακόπτουσας : …………………. ………………, το γένος ………………., κατοίκου ……………….., η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Κωνσταντίνας Νικολοπούλου.

Της καθ’ ης η ανακοπή : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………………. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΡΑΠΕΖΑ» και τον διακριτικό τίτλο «……………………..», με ΑΦΜ……………., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της ……………………………………….

Η ανακόπτουσα με την από 13-2-2014 και με αριθμό κατάθεσης 1686/2014 ανακοπή της, η οποία προσδιορίσθηκε αρχικά για την δικάσιμο της 15-3-2016 και κατόπιν αναβολής για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά του Δικαστηρίου.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975 επιβάλλεται εισφορά σε βάρος κάθε είδους πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, η οποία μετά την 1/6/2003 ανέρχεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 3152/2003 σε ποσοστό 0,60% ετησίως επί του ετήσιου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων από αυτά δανείων πάσης φύσεως ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων των πιστώσεων προς τις τράπεζες και το δημόσιο. Ωστόσο, είναι δυνατή η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στον δανειολήπτη με σχετική συμφωνία, βάσει της αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, καθώς τούτο δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975 ούτε απαγορεύεται από άλλη διάταξη (ΑΠ 430/2005, ΕλλΔνη 2005.802, ΕφΑθ 1558/2007, ΕλλΔνη 2007, 902). Όμως, ο ανατοκισμός της εισφοράς αυτής δεν είναι νόμιμος, διότι, τόσο κατά το προϊσχύσαν (άρ. 8 περ. 6 του ν. 1983/1980 σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (άρ. 12 ν. 2601/1998, άρ. 30 και 47 ν. 2789/2000, άρ. 42 ν. 3259/2004 και άρ. 39 του ν. 3259/2004), ο ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι επί φόρων προμηθειών ή άλλων εισφορών (ΑΠ 1782/2002, ΕλλΔνη 2002.1430, ΕφΔαμ 124/2007, Αρμ 2007.1190). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 628 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης την οποία επιδικάζει, υπό την έννοια ότι το ακριβές ύφος της (όταν πρόκειται για χρηματική απαίτηση) προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Η τυχόν ενσωμάτωση σε αυτήν μη οφειλόμενων κονδυλίων αναιρεί το εκκαθαρισμένο αυτής, όταν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των ποσών αυτών και η ανεύρεση//του πραγματικού ύψους της, οπότε στην περίπτωση αυτή η τυχόν εκδοθείσα διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου (ΕιρΑΘ 1324/2009, Αρμ 2010, 1369).

Η ανακόπτουσα με την κρινομένη ανακοπή της, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρει σε αυτήν ζητά την ακύρωση της υπ’ αριθ. 58210/2013 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης, το ποσό των 15.646,76 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να αναγνωριστεί ότι τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης για την διεκδίκηση καταλοίπου μεγαλύτερου του νομίμου βαρύνουν την καθ’ ης και όχι εκείνη και ότι ο σχετικός όρος της σύμβασης είναι καταχρηστικός, ο δε τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε δεν είναι ούτε εύλογος ούτε δίκαιος, να αναγνωριστεί ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση είναι άκυρη κατ’ άρθρον 179 ΑΚ, να αναγνωρισθεί ότι οι αθέμιτες συμπεριφορές της καθ’ ης, που περιγράφονται στους λόγους ανακοπής, συνιστούν παραβίαση των αναφερομένων άρθρων του Συντάγματος, να αναγνωρισθεί ότι ο συμπεριφορές αυτές της καθ’ ης απαγορεύονται και συνιστούν σοβαρούς λόγους παραβίασης της άδειας λειτουργίας που έχει λάβει από την Τράπεζα της Ελλάδος και ότι συντρέχουν οι συνθήκες εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας που επιβάλουν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, καθώς και την καταδίκη της καθ’ ης στην δικαστική της δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο, η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως καθ’ ύλη ν και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όχι όμως κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, με την οποία εισήχθη, αλλά κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, σύμφωνα με τα άρθρα 632 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 4055/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 113 του ιδίου νόμου, αφού ληφθεί υπόψη ότι η ανακοπή κατατέθηκε την 17-2-2014, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 632 ΚΠολΔ (βλ. εισηγητική έκθεση του Ν. 4055/2012, Παπαδάκη, Διαταγή πληρωμής θεωρία και πράξη, 2012 σελ. 195-196) και προ της τροποποίησής του από τον ν. 4335/2015 (άρθρο 1.9. ν. 4335/2015). Το Δικαστήριο, αφού αποφανθεί γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως, διατάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, την εκδίκαση της ανακοπής κατά την προσήκουσα αυτή διαδικασία, την οποία και εφαρμόζει (ΕφΑΘ 131/2008 Δνη 2009, 853, ΜονΠρΠειρ 782/2001 ΑρχΝ 2002, 201), καθόσον κρίνεται ότι δεν προκαλείται δικονομική βλάβη στην καθ’ ης η ανακοπή. Περαιτέρω η ανακοπή ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας των 15 εργασίμων ημερών από την επομένη της επίδοσης της διαταγής στον ανακόπτοντα (632 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 27-1-2014 (βλ. την υπ’ αριθμ. 11192Γ/27-1-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………………) και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης την 17-2-2014 (βλ. την υπ’ αριθμ. 374Δ’/17-2-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………………………….). Τέλος, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632 και 176 ΚΠολΔ, πλην των σωρευόμενων στο δικόγραφο της ανακοπής αναγνωριστικών αιτημάτων κατά της καθ’ ης, αφού τέτοια αιτήματα αποτελούν περιεχόμενο αγωγής του άρθρου 70 ΚΠολΔ και δεν μπορούν να σωρευθούν παραδεκτά με την ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, επειδή αντικείμενο της τελευταίας είναι η προσβολή με σκοπό την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και μόνον (άρθρο 632 ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτων πρέπει, κατά τα λοιπά, η υπό κρίση ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Να σημειωθεί ότι, εφόσον η ανακόπτουσα δεν έχει ιεραρχήσει τους περισσότερους λόγους της ανακοπής της (με επικουρική σώρευση), οι περισσότεροι λόγοι ελέγχονται με τη σειρά που επιβάλλει η ευχέρεια και η ταχύτητα της διαγνώσεως, χωρίς να δεσμεύεται το δικαστήριο από τη σειρά της παραθέσεώς τους στο δικόγραφο της ανακοπής (ΑΠ 288/1986 ΕλλΔνη 27, 86, ΕιρΑΘ 786/2009 αδημ.).

Με τον τρίτο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα ζητά την ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, διότι κατά τους όρους της πιστωτικής συμβάσεως, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση αυτής, λάμβανε χώρα παράνομος συμβατικός ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς του Ν. 128/1975, διά της ενσωμάτωσης αυτής στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων, με συνέπεια η ακυρότητα των επιμέρους κονδυλίων να επηρεάζει την αποδεικτικότητα των εγγράφων, δυνάμει των οποίων εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, αλλά και το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως. Κατόπιν των όσων προεκτέθηκαν αμέσως ανωτέρω, ο λόγος αυτός ανακοπής τυγχάνει νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις και είναι αρκούντος ορισμένος, απορριπτομένης της σχετικής ενστάσεως της καθ’ ης, καθόσον εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα πραγματικά εκείνα περιστατικά για τη θεμελίωσή του, διότι δεν αμφισβητείται το ύψος του οφειλομένου προς αυτήν ποσού, ώστε να υποχρεούται η ανακόπτουσα να αναφέρει το πραγματικά οφειλόμενο ‘ -αυτόν ποσό, αλλά η αποδεικτικότητα των προσκομισθέντων ενώπιον της Ειρηνοδίκου εγγράφων, για την έκδοση της ανακοπτομένης και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.

Από την εκτίμηση όλων εγγράφων που μετ’ επικλήσεως προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ά. 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ, ΑΠ 1286/2003, ΕλλΔ/νη 2005, σελ. 406) και τη εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 12-4-2005 η ανακόπτουσα συνήψε με την καθ’ ης σύμβαση χορήγησης ανοιχτής πίστωσης και πιστωτικής κάρτας. Κατόπιν, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 3234Α’/9-7-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………………………., η καθ’ ης, με την από 20-6-2013 εξώδικη δήλωσή της, κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση, λόγω της υπερημερίας της ανακόπτουσας ως προς την αποπληρωμή των υποχρεώσεών της από την επίδικη σύμβαση, δυνάμει ρητού συμβατικού όρου που της απένειμε το οικείο δικαίωμα και την κάλεσε να εξοφλήσει άμεσα το σύνολο της οφειλής της, που κατέστη απαιτητό και ληξιπρόθεσμο, λόγω της καταγγελίας, εκ 15.646,76 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και εξόδων. Στην συνέχεια, κατόπιν της από 16-10-2013 αιτήσεως της καθ’ ης, εξεδόθη από την δικαστή του παρόντος δικαστηρίου η υπ’ αριθμόν 58210/2013 ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής με την οποία η ανακόπτουσα, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το παραπάνω ποσό εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 10-7-2013 (επομένης της ημερομηνίας επίδοσης της καταγγελίας), μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλέον δικαστικής δαπάνης. Από την επισκόπηση της επίδικης συμβάσεως προκύπτει ότι πράγματι μεταξύ των διαδίκων – συμβαλλομένων, υπήρξε συμφωνία μετακύλισης της εισφοράς του Ν. 128/1975, η οποία ήταν νόμιμη, κατά τα εις την μείζονα σκέψη διαλαμβανόμενα. Το επιτόκιο υπερημερίας ορίστηκε ότι υπολογίζεται με επιβάρυνση 2,5% επί του ως άνω συμβατικού επιτοκίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο 13.5 της επίδικης σύμβασης «τόκοι οποιασδήποτε μορφής που δεν εξοφλούνται εμπρόθεσμα εκτοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης με επιτόκιο υπερημερίας και οι τόκοι που προκύπτουν κεφαλαιοποιούνται (ανατοκίζονται) ανά εξάμηνο». Από το συνδυασμό των προαναφερθέντων ως άνω όρων της επίδικης συμβάσεως και το προσκομισθέν απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης, συνάγεται ότι η τελευταία καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης αυτής, κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του Ν. 128/1975 και ανατόκιζε τα ποσά της (αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Επομένως, η επιδικασθείσα με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής απαίτηση της καθ’ ης περιλαμβάνει ποσά από παράνομο ανατοκισμό της ανωτέρω εισφοράς, η δε παράνομη χρέωση αυτών επηρεάζει την απόδειξη με έγγραφα του συνόλου της απαίτησης, αφού από το ακριβές αντίγραφο του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης που αφορά στο λογαριασμό που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση της άνω σύμβασης δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών με συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της απαίτησης της καθ’ ης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε μη νόμιμα και είναι ως εκ τούτου ακυρωτέα, καθώς δεν συνέτρεχε η θετική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης της πραγματικής απαίτησης της καθ’ ης κατά της ανακόπτουσας. Συνεπώς, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού λόγου ανακοπής, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων που προβάλλονται με την παρούσα ανακοπή, αφού αυτοί κατατείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης λόγω της ήττας της, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (αρ. 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμ. 58210/2013 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκου Αθηνών.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, το ύφος των οποίων ορίζει σε διακόσια (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις Φεβρουαρίου 2019, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι ούτε οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους, με την παρουσία και του Γραμματέως της έδρας.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

error: Content is protected !!